-
1 ἄ-πειρος
ἄ-πειρος, 1) ( πέρας) ohne Ende, woraus man nicht herauskommen kann, ἀμφίβληστρον Aesch. Ag. 1355; χιτών Soph. frg. 473; Lycophr. 1099; ὕφασμα Eur. Or. 25 (fälschlich von πείρω abgeleitet, vgl. ἀτέρμων); δίκτυα Ibyc. 2; – unendlich, von Plat. an oft in Prosa, ἄπειρος τὸ πλῆϑος Parm. 143 a; Xen. Mem. 1, 1, 14; ἀριϑμὸς πλήϑει Plat. Parm. 144 a; von der Zeit. – 2) ( πεῖρα) unerfahren, unkundig, καλῶν Pind. I. 7, 10; Tragg., z. B. κακῶν Soph. Ant. 1176; in Prosa. τυράννων Her. 5, 92, 1; πολέμων Thuc. 2, 11; ἀνδρῶν Lys. 2, 27. – Adv., ἀπείρως ἔχειν τινός, unbekannt mit etwas, unerfahren in etwas sein, Her. 2, 45; Isocr. 2, 13; πρός τι Xen. Mem. 2, 6, 29; διακεῖσϑαι Pol. 3, 111; ἀπειροτέρως Isocr. 12, 37.
См. также в других словарях:
πλήθος — το / πλῆθος, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πλεῑθος και δωρ. και αιολ. τ. πλᾱθος, Α 1. μεγάλος αριθμός ανθρώπων, ζώων ή ομοειδών πραγμάτων συγκεντρωμένων στο ίδιο μέρος (α. «πλήθος πουλιών» β. «τα πλήθη τών τουριστών» γ. «η βόμβα εξερράγη ανάμεσα στο… … Dictionary of Greek